-
1 οικόπεδο
[икопэдо] ουσ. о. строительный участок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικόπεδο
-
2 площадка
площадка ж: спортивная \площадка το γήπεδο· штрафная \площадка η μεγάλη περιοχή· строительная \площадка το οικόπεδο· лестничная \площадка το κεφαλόσκαλο* * *жспорти́вная площа́дка — το γήπεδο
штрафна́я площа́дка — η μεγάλη περιοχή
строи́тельная площа́дка — το οικόπεδο
ле́стничная площа́дка — το κεφαλόσκαλο
-
3 участок
участок м 1) (земли) το γήπεδο; το οικόπεδο (для застройки) 2) (административный) το τμήμα 3) (область, сфера) о τομέας* * *м1) ( земли) το γήπεδο; το οικόπεδο ( для застройки)2) ( административный) το τμήμα3) (область, сфера) ο τομέας -
4 участок
уча́ст||окм1. τό οἰκόπεδο[ν], τό γήπε-δο[ν]/ τό χωράφι, ὁ κλήρος (земельный):строительный \участок τό οίκόπεδο οἰκοδομής· лесной \участок τό μέρος δάσους· пораженный \участок мо́зга τό προσβεβλημένο μέρος τοῦ μυαλοϋ· делить на \участокки μοιράζω σέ ὁΙκόπεδα· арендовать \участок земли́ νοικιάζω χωράφι[ον] (или τμήμα γής)·2. (сфера деятельности) ὁ τομέας [-εύς]:\участок работы ὁ τομέας ἐργασίας' врачебный \участок ὁ τομέας ίατροῦ·3. (административный) τό τμήμα:избирательный \участок τό ἐκλογικό τμήμα·4. воен. ὁ τομέας [-εύς]:\участок фронта ὁ τομέας τοῦ μετώπου· б. ист. (полицейский) τό ἀστυνομικό τμήμα. -
5 парцелла
эк. το μικρό οικόπεδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парцелла
-
6 участок
1. (часть земельной площади) το οικόπεδοстроительный - της οικοδομής, το εργοτάξιο2. (часть чего-л.) το τμήμα, η περιοχήлинейный - эл. γραμμικό -- цепи эл. - του κυκλώματος (производственный) η περιοχή (παραγωγής), ο τομέαςτο τμήμα παραγωγής4. (кусок, отрезок чего-л.) το μέρος 5. (область, сфера, отрасль деятельности) о τομέας, ο κλάδος 6. (подразделение чего-л.) το τμήμαизбирательный - το εκλογικό κέντρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участок
-
7 земельный
земе́льный уча́сток — το γήπεδο; το οικόπεδο ( для строительства)
земе́льная со́бственность — η γαιοκτησία
земе́льная рефо́рма — η αγροτική μεταρρύθμιση
-
8 земельный
земельн||ыйприл ἔγγειος, τής γής:\земельныйая рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· \земельныйая собственность ἡ γαιοκτησία· \земельныйая реформа ἡ μεταρρύθμιση τής γαιοκτησίας, τό μοίρασμα γής· \земельный участок τό οἰκόπεδο. -
9 незастроенный
незастроенныйприл ἄκτιστος, ἀνοικο-δόμητος, ἀδειος:\незастроенный участок τό ἄκτιστο[ν] οίκόπεδο[ν]. -
10 обмеривать
обмериватьнесов, обмерить сов, обмерять несов1. μετρῶ, καταμετρώ / тк. с.-х. χωρομετρῶ:\обмеривать земельный участок (χωρο)μετρώ τό οίκόπεδο·2. (при продаже) разг ἐξαπατώ στό μέτρημα. -
11 пустырь
пустырьм τό Ερημο οίκόπεδο. -
12 строительный
строительн||ыйприл οἰκοδομικός, οἰκοδομήσιμος:\строительныйые материалы τά οἰκοδομικά ὑλικά, οἱ οἰκοδομήσιμες ὕλες· \строительныйые работы οἱ ἐργασίες οἰκοδόμησης· \строительныйая площадка τό ὁΙκόπεδο[ν]· \строительныйая техника ἡ οἰκοδομική τέχνη· \строительный рабочий ὁ οίκοδόμος, ὁ κτίστης. -
13 пустырь
[πουστύρ'] ουσ. α έρημο οικόπεδο -
14 участок
[ουτσάστοκ] ουσ. α οικόπεδο -
15 entry plot
French\ \ point d'entréeGerman\ \ -Dutch\ \ entry plotItalian\ \ diagrammadi immissioneSpanish\ \ -Catalan\ \ -Portuguese\ \ gráfico de entradaRomanian\ \ -Danish\ \ første udvalgsenhed (ved konstruktion af klynger)Norwegian\ \ første utvalgsenhet; første stikkprøveenhetSwedish\ \ inträde tomtGreek\ \ οικόπεδο εισόδουFinnish\ \ lähtöruutu t. -palstaHungarian\ \ üres parcellaTurkish\ \ kayıt çizişiEstonian\ \ -Lithuanian\ \ įeities grafikas; įeities diagramaSlovenian\ \ vpis ploskviPolish\ \ działka wejściowaRussian\ \ входящий графикUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ færslu lóðEuskara\ \ lur-sarreraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ قطعة االاستنتاجAfrikaans\ \ toetreeperseelChinese\ \ 通 路 图Korean\ \ 입력 도표 -
16 split plot design
= split plot methodFrench\ \ méthode par subdivision des parcelles; méthode des parcelles subdiviséesGerman\ \ Methode geteilter ParzellenDutch\ \ proefopzet met opgesplitste veldenItalian\ \ metodo split plotSpanish\ \ método de los lotes subdivididos; método de las parcelas subdivididasCatalan\ \ disseny de parcel·la dividida; mètode de parcel·la divididaPortuguese\ \ delineamento em lotes subdivididos; planeamento split plot; método das unidades subdivididas; split plot; planeamento em lotes subdivididos; planeamento split plot; planejamento em lotes subdivididos (bra); planejamento split plot (bra); desenho split plot; método split plotRomanian\ \ -Danish\ \ parceldelingsplanNorwegian\ \ rutesplittet forsøksplanSwedish\ \ splitplot-försökGreek\ \ μέθοδος χωριστής οικόπεδοFinnish\ \ osaruutukaavio; osapalstakaavio; osapalstamenetelmäHungarian\ \ osztott parcella terv; osztott parcella módszerTurkish\ \ bölünmüş alanlar tasarımı; bölünmüş alanlar yöntemi (metodu)Estonian\ \ liigendatud elementidega plaan; liigendatud elementide meetodLithuanian\ \ padalytojo grafiko modelis, būdas; padalytojo grafiko metodas, būdas; padalytojo diagramos modelis, būdas; padalytojo diagramos metodas, būdasSlovenian\ \ split ploskvi metodaPolish\ \ układ rozszczepionych poletek; metoda rozszczepionych poletekRussian\ \ план дробной делянки; метод дробной делянкиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hættu lóð hönnun; kljúfa lóð aðferðEuskara\ \ -Farsi\ \ r veshe k rte khordshodePersian-Farsi\ \ طرح کرتهاي خرد شدهArabic\ \ طريقة القطع المنشقةAfrikaans\ \ splitperseelontwerp; splitperseelmetodeChinese\ \ 裂 区 设 计; 裂 区 方 法Korean\ \ 분할구설계 -
17 пустырь
[πουστύρ'] ουσ α έρημο οικόπεδο -
18 участок
[ουτσάστοκ] ουσ α οικόπεδο -
19 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
20 надел
-а α.μερίδα, μερίδιο, μέρισμα, μέρος, μοιράδι. || κλήρος, μέρος γης κτήμα• οικόπεδο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το 1. έκταση γης όπου πρόκειται να χτιστεί οίκημα: Είναι οικοδομήσιμο το οικόπεδο. 2. μτφ., κύκλος δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας: Μην μπαίνεις σε ξένα οικόπεδα, μην ασχολείσαι με πράγματα που είναι έξω από την αρμοδιότητά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
οικοπεδοφάγος — ο αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
γήπεδο — το (Α γήπεδον και γεώπεδον*) τμήμα γης, αγροτεμάχιο νεοελλ. οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου) ||αρχ. κήπος μέσα σε αστική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πεδον… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
δίφατσος — η, ο (για οικόπεδο, οικοδομή κ.λπ.) αυτός που έχει δύο φάτσες, δύο προσόψεις … Dictionary of Greek